- αεροβαθής
- ἀεροβαθής, -ές (Α)τὰ ἀεροβαθῆτα βάθη τού αέρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀεροβαθῆ — ἀεροβαθής depths of air neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀεροβαθής depths of air masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀεροβαθής depths of air masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek